- προσομιλία
- προσομιλίᾱ , προσομιλίαassociationfem nom/voc/acc dualπροσομιλίᾱ , προσομιλίαassociationfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσομιλίᾳ — προσομιλίᾱͅ , προσομιλία association fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσομιλία — και ιων. τ. προσομιλίη, ἡ, Α [προσομιλῶ] συναναστροφή, επικοινωνία με κάποιον … Dictionary of Greek
προσομιλίας — προσομιλίᾱς , προσομιλία association fem acc pl προσομιλίᾱς , προσομιλία association fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσομιλίαι — προσομιλίᾱͅ , προσομιλία association fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσομιλίαν — προσομιλίᾱν , προσομιλία association fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσομιλιῶν — προσομιλία association fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσομιλίαις — προσομιλία association fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσομιλίη — προσομιλία association fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσομιλητικός — ή, όν, Α [προσομιλῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσομιλία* ή ο αρμόδιος για συναναστροφή 2. αυτός που γίνεται με συναναστροφή, επικοινωνία 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ προσομιλητική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής συναναστροφής με τους άλλους… … Dictionary of Greek